ἀναπάντητος — where one meets no one masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπάντητος — η, ο (Α ἀναπάντητος, ον) [ἀπαντώ] νεοελλ. 1. αυτός που δεν πήρε απάντηση, που έμεινε χωρίς απάντηση 2. αυτός που δεν έδωσε ή δεν μπορεί να δώσει απάντηση, που αποστομώθηκε 3. αυτός, τον οποίο δεν συνάντησε ή δεν επιθυμεί κανείς να συναντήσει αρχ … Dictionary of Greek
αναπάντητος — η, ο 1. αυτός που δεν πήρε απάντηση: Το έγγραφό μας αυτό έχει μείνει αναπάντητο. 2. αυτός που δεν έδωσε απάντηση: Της τα έψαλα για καλά, αλλά εκείνη έμεινε αναπάντητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλυτος — η, ον (AM ἄλυτος, ον) 1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί 2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος 3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος 4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος νεοελλ. αρχ. αυτός τού οποίου δεν βρέθηκε η λύση … Dictionary of Greek
αναπόκριτος — η, ο (Α ἀναπόκριτος, ον) 1. αυτός που δεν πήρε απάντηση, ο αναπάντητος 2. αυτός που δεν απάντησε … Dictionary of Greek